Το Τμήμα

Το Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών υπάγεται στην Πανεπιστημιακή Μονάδα Ρόδου του Πανεπιστημίου Αιγαίου, η οποία βρίσκεται στο τρίγωνο που περιβάλλεται από τις οδούς Δημοκρατίας – Αγίου Ιωάννη – Κομνηνών, στο κέντρο της πόλης της Ρόδου. Στεγάζεται στους χώρους τριών κτηρίων με τις ονομασίες «Κλεόβουλος», «7ης Μαρτίου» και «Υπατία», τα οποία κτίστηκαν την περίοδο της διοίκησης του νησιού από τον Mario Lago (1923-1936) με τη λεγόμενη Πολιτική του Λίθου, σε σχέδια του Florestano de Fausto. Η αρχική χρήση τους ήταν ως στρατόπεδο (Caserma Regina Elena), ενώ μετά την απελευθέρωση της νήσου στεγάστηκε σε αυτά η Σχολή Χωροφυλακής. Λειτουργεί επίσης ένα νεότερο κτήριο με την ονομασία “Καλλιπάτειρα”.

Η πόλη της Ρόδου

Η πόλη της Ρόδου καταλαμβάνει το βορειότερο άκρο του ομώνυμου νησιού, που είναι το μεγαλύτερο από τα Δωδεκάνησα. Η γεωγραφική του θέση, στο νοτιοανατολικό άκρο του ελλαδικού χώρου, στο σταυροδρόμι των μεγάλων θαλάσσιων διαδρομών της Μεσογείου, εκεί που συναντώνται και αλληλεπιδρούν αιώνες τώρα οι πολιτισμοί της Ευρώπης της Ασίας και της Αφρικής, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες της προόδου της Ρόδου σε όλους τους τομείς.

Το πλήθος των λαών της Μεσογείου που πέρασαν από το νησί στο διάβα του χρόνου έχουν αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια τους, σε όλες τις εκφάνσεις του πολιτισμού: στην τέχνη, τη γλώσσα, την αρχιτεκτονική, ενώ η παραμονή, μόνιμη ή περιστασιακή, επισκεπτών, εμπόρων, περιηγητών διαφορετικών πολιτισμών και ιδιοσυγκρασίας κατέστησαν τους κατοίκους της Ρόδου δεκτικούς σε καθετί νέο, ανοικτούς σε νέες προκλήσεις, όχι όμως με την έννοια της στείρας μίμησης, αλλά της δημιουργικής αξιοποίησης. Επιπροσθέτως, η στρατηγική θέση του νησιού απέφερε στους κατοίκους του μεγάλο πλούτο και κατέστησε την πόλη της Ρόδου μια από τις εξέχουσες πόλεις της αρχαίας Ελλάδας.

Σύντομη ιστορία της Ρόδου

Το νησί κατοικήθηκε στα τέλη της Νεολιθικής περιόδου (4000 π.Χ.). Σύμφωνα με μια μυθολογική εκδοχή η Νύμφη Ρόδος ενώθηκε με τον θεό Ήλιο και έφερε στον κόσμο εφτά γιους. Ένας από αυτούς, ο Κέρκαφος, γέννησε τρεις ακόμη: τον Κάμιρο, τον Ιάλυσο και τον Λίνδο, οι οποίοι μοίρασαν το νησί σε τρία μέρη ιδρύοντας, στις αρχές της 1ης χιλιετίας π.Χ., ο καθένας τη δική του ομώνυμη πόλη. Το 408 π.Χ. οι τρεις αυτές δωρικές πόλεις συνενώθηκαν, ιδρύοντας στο βορειο-ανατολικό άκρο του νησιού την πόλη της Ρόδου.

Η νέα πόλη, κτισμένη σύμφωνα με το Ιπποδάμειο σύστημα, ήταν μία από τις ωραιότερες και πιο οργανωμένες πόλεις του αρχαίου μεσογειακού κόσμου. Στα ελληνιστικά χρόνια γνώρισε μεγάλη ακμή, κυρίως λόγω της οικονομικής ευρωστίας της και της ευέλικτης εξωτερικής της πολιτικής, με σήμα κατατεθέν της δύναμης και της ευμάρειάς της τον περίφημο Κολοσσό της Ρόδου, ένα από τα εφτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, που ήταν αφιερωμένος στο θεό Ήλιο.

Σημαντικά κατάλοιπα της ελληνικής αρχαιότητας υπάρχουν διάσπαρτα στο νησί, με ιδιαίτερης σημασίας χώρους την ακρόπολη της Ρόδου, με τον Ναό του Πυθίου Απόλλωνα στην κορυφή και το Στάδιο χαμηλότερα, την οχυρή ακρόπολη του Φιλερήμου, στην Ιαλυσό, με το ναό της Αθηνάς Πολιάδας και του Δία Πολιέα, την αρχαία Κάμιρο, η οποία αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα ελληνιστικής πόλης, την ακρόπολη της Λίνδου με το ναό της Λινδίας Αθηνάς στην κορυφή της και πολλές ακόμη θέσεις αρχαιολογικού ενδιαφέροντος.

Την περίοδο του εμφυλίου πολέμου της Ρώμης, ο Κάσσιος κατέλαβε τη Ρόδο, στα 42 π.Χ., αφαιρώντας τους θησαυρούς, το στόλο και τα καλλιτεχνικά έργα που τη στόλιζαν. Η ανεξαρτησία της πόλης τερματίστηκε το 164 π.Χ. όταν η Ρόδος έγινε επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Μολονότι διατήρησε κάποια σκιώδη ελευθερία τα πρώτα χρόνια, την έχασε οριστικά το 297 μ.Χ., όταν ο Διοκλητιανός την ένωσε με τη ρωμαϊκή Επαρχία των Νήσων.

Κατά τη βυζαντινή περίοδο που ξεκίνησε με την ίδρυση του Βυζαντινού Κράτους, η Ρόδος έχασε την αρχαία της αίγλη και ακτινοβολία. Η πόλη της Ρόδου έγινε επισκοπική έδρα με σημαντικό αριθμό εκκλησιών, ανάμεσα στις οποίες και κάποιες βασιλικές εντυπωσιακών διαστάσεων, ενώ παράλληλα αποτέλεσε σημαντική στρατιωτική βάση. Η πόλη συρρικνώθηκε σε μέγεθος και οχυρώθηκε με νέα τείχη.

Η βυζαντινή περίοδος έληξε το 1309, όταν το νησί πουλήθηκε στο Τάγμα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ. Ξεκίνησε έτσι η λεγόμενη Ιπποτοκρατία, η οποία διήρκεσε δύο περίπου αιώνες, ως το 1522, και ήταν για το νησί της Ρόδου περίοδος ακμής. Κατά την διάρκεια της παραμονής των Ιπποτών στη Ρόδο, επεκτάθηκαν και εκσυγχρονίστηκαν οι οχυρώσεις, ενώ η πόλη απέκτησε νοσοκομείο, παλάτι και αρκετές εκκλησίες, κτήρια που αποτελούν εξαίρετα παραδείγματα Γοτθικής και Αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής.

Τον Δεκέμβριο του 1522 το Τάγμα των Ιπποτών συνθηκολόγησε, έπειτα από πολύμηνη αντίσταση, παραδίδοντας πλέον τις τύχες του νησιού στο Σουλτάνο Σουλεϊμάν και τους Οθωμανούς Τούρκους. Πολλά ιπποτικά κτήρια υπέστησαν μετατροπές και νέα κτήρια κατασκευάστηκαν συμπεριλαμβάνοντας τζαμιά, δημόσια λουτρά και κατοικίες για τους νέους κατακτητές. Οι Ρόδιοι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την οχυρωμένη πόλη και να μετοικήσουν σε περιοχές εκτός των τειχών.

Η Ρόδος έμεινε υπόδουλη για τέσσερις ολόκληρους αιώνες, μέχρι το 1912, όταν πέρασε στην Ιταλική κατοχή. Το 1923 η Ιταλία ίδρυσε μια αποικία, τα ιταλικά νησιά του Αιγαίου (Isole Italiane del Egeo).  Ήταν η περίοδος που η πόλη της Ρόδου αναδείχτηκε αφού οι Ιταλοί καθάρισαν τα τείχη της παλαιάς πόλης από προσκτίσματα παλαιότερων εποχών, ανέδειξαν τα εναπομείναντα κατάλοιπα της Ιπποτοκρατίας, επανοικοδόμησαν το παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου και δημιούργησαν αδόμητες ζώνες πρασίνου που περιέβαλλαν τη Μεσαιωνική πόλη. Παράλληλα υλοποίησαν σημαντικά έργα υποδομής και οικοδόμησαν πολλά νέα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια εξαίρετης τέχνης, που κοσμούν την πόλη μέχρι σήμερα. Σημαντικό μνημείο της ιταλοκρατίας, κοντά στη Ρόδο αποτελούν και οι φημισμένες ιαματικές πηγές της Καλλιθέας (Terme di Calitea).

Μετά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ως το 1945 η Ρόδος πέρασε στη Γερμανική Κατοχή, και στη συνέχεια, υπό τον έλεγχο της Αγγλίας, ενσωματώθηκε επίσημα στην Ελλάδα, το 1948.
Το 1960 το σύνολο της Μεσαιωνικής Πόλης αναγνωρίστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού ως «προστατευόμενο μνημείο», ενώ το 1988, η Μεσαιωνική Πόλη κηρύχτηκε «Πόλη Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς» από την UNESCO, καθώς αποτελεί ένα μείγμα διαφορετικών αρχιτεκτονικών ιδιωμάτων από διάφορες ιστορικές περιόδους, με δεσπόζουσα την περίοδο της Ιπποτοκρατίας, καθώς και της Οθωμανικής κυριαρχίας. Σήμερα, αποτελεί ένα ζωντανό κομμάτι της σύγχρονης πόλης, όπου αναπτύσσονται εμπορικές, τουριστικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες ενώ περιλαμβάνει και κατοικήσιμες περιοχές.