Η Ελένη Καραφώτη ανακηρύχθηκε Διδάκτωρ Γλωσσολογίας του τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 2015. Κατόπιν εργάστηκε ως μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (2017-2019). Τα τελευταία δύο χρόνια (2018-2019) (σε συνεργασία με τη Χ. Καπελλίδη) διοργάνωσε ένα Εργαστήριο για το χιώτικο ιδίωμα στο πλαίσιο του Ομήρειου Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Χίου, με στόχο τη συλλογή φυσικού προφορικού λόγου από διάφορες περιοχές του νησιού για τη διάσωση της χιώτικης ντοπιολαλιάς και την επιστημονική μελέτη του ιδιώματος. Έχει επίσης εργαστεί ως ερευνήτρια (2009-2014) στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη) στο πλαίσιο του προγράμματος Γλωσσική Διεπίδραση και Ανάλυση Συνομιλίας.

Τα ενδιαφέροντά της εντοπίζονται μεταξύ άλλων στα πεδία της πραγματολογίας, της κοινωνιογλωσσολογίας και της Ανάλυσης Λόγου. Οι δημοσιεύσεις της αφορούν την ευγένεια/αγένεια, τις (γλωσσικές) πράξεις (φιλοφρονήσεις, αιτήματα, παράπονα, κ.α.) και τις γλωσσικές πρακτικές (π.χ. επανάληψη) στο πλαίσιο της διεπίδρασης καθώς και τη σχέση γλώσσας και φύλου. Οι κυριότερες από αυτές είναι:

(υπό έκδοση) Μιλείτενε χιώτικα: στάσεις απέναντι στο χιώτικο ιδίωμα (σε συνεργασία με τη Χ. Καπελλίδη). Πρακτικά του 14ου ICGL, Πάτρα 2019.

2021 Negotiating preferred norms in requests and offers: is the (dis)preferred answer so obviously (im)polite? Journal of Pragmatics, 173. p.134-147.

2019 Attending to a possible complaint: Preference for noticings, anticipatory apologies and preemptive accounts to forestall potential conflict. Journal of Language Aggression and Conflict, 7:2, p. 269 – 292

2016 Η πρακτική της επανάληψης και η ευγένεια/αγένεια. Στο Θ.-Σ. Παυλίδου (επιμ.) Ελληνική γλώσσα και προφορική επικοινωνία. Μελέτες για τον προφορικό λόγο 1. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. σσ. 151-166.

2016 Το αυτόνομο ερωτηματικό γιατί και οι λειτουργίες του στη γλωσσική διεπίδραση, (σε συνεργασία με την Θ.-Σ. Παυλίδου). Στο Θ.-Σ. Παυλίδου (επιμ.) Ελληνική γλώσσα και προφορική επικοινωνία. Μελέτες για τον προφορικό λόγο 1. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. σσ.81-97.

2015 Γραμματικό γένος, φύλο και θηλυκά επαγγελματικά ουσιαστικά: όψεις του γλωσσικού σεξισμού. (σε συνεργασία με τις Θ.-Σ. Παυλίδου και Χ. Καπελλίδη). Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα. Πρακτικά της 35ης Ετήσιας Συνάντησης Εργασίας του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., 2014

2015 Absent Second Pair Parts and their Relevance for (im)politeness. Ιn Ş. Ruhi & Y. Aksan (Εds.), Exploring (Im)politeness in Specialized and General Corpora: Converging Methodologies and Analytic Procedures. Cambridge Publishing Scholars.

Στο τρέχον ακαδημαϊκό έτος είναι Ακαδημαϊκή Yπότροφος στο πλαίσιο της Πράξης «Απόκτηση Ακαδημαϊκής Διδακτικής Εμπειρίας σε Νέους Επιστήμονες Κατόχους Διδακτορικού 2020-2021 στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου», και διδάσκει τα παρακάτω μαθήματα:

Χειμερινό Εξάμηνο

ΚΥΕ-13 Φύλο και Γλώσσα

Το μάθημα εισάγει τις φοιτήτριες και τους φοιτητές στη μελέτη της σχέσης γλώσσας και φύλου. Σημείο εκκίνησης της συζήτησης αποτελεί η διάκριση βιολογικού και κοινωνικού φύλου, η οποία ανατρέπει τη διχοτομική αντίληψη ‘άνδρες-γυναίκες’ και εισάγει την έννοια της επιτελεστικότητας του φύλου.

Για αρκετές δεκαετίες, ωστόσο, η κοινωνιογλωσσική έρευνα γύρω από το φύλο στηρίχθηκε στην παραδοσιακή διάκριση «άνδρες-γυναίκες», προτείνοντας ποικίλες ερμηνείες για τη διαφορά των δύο φύλων ως προς τη γλωσσική χρήση (προσεγγίσεις βασιζόμενες στη γυναικεία «υστέρηση», προσεγγίσεις που επικεντρώνονται στη διαφορετική κοινωνικοποίηση ανδρών-γυναικών, προσεγγίσεις που στηρίζονται στην κυριαρχία του ανδρικού φύλου). Τα τελευταία χρόνια η έρευνα μετατοπίζεται από την αναζήτηση καθολικών διαφορών μεταξύ ανδρών και γενικών, όσον αφορά τη γλωσσική χρήση (βλ. παραπάνω προσεγγίσεις), στη μελέτη της έμφυλης ποικιλότητας. Η στροφή αυτή της έρευνας αναδεικνύει τις διαφορές στη χρήση εντός του ίδιου φύλου αλλά και τις ομοιότητες μεταξύ των φύλων. Ταυτόχρονα, παρέχει τη δυνατότητα να μελετηθεί πιο διεξοδικά η χρήση της γλώσσας από άτομα που δεν ευθυγραμμίζονται απόλυτα με την κυρίαρχη αντίληψη για το φύλο και τη σεξουαλικότητα. Σε γενικές γραμμές, η σύγχρονη έρευνα ασχολείται με το πώς τα άτομα αξιοποιούν διάφορα χαρακτηριστικά του λόγου (π.χ. επιτονισμός, λεξιλόγιο κλπ.) για να συγκροτήσουν και προβάλλουν πολυδιάστατες και δυναμικές έμφυλες ταυτότητες.

Συνολικά, το μάθημα αποσκοπεί στον προβληματισμό των φοιτητριών/ών γύρω από ζητήματα γλωσσικού σεξισμού, δηλαδή ανισότιμης αντιμετώπισης των γυναικών στον χώρο των γλωσσικών αναπαραστάσεων και του συμβολικού.

ΓΥΕ-10 Ανάλυση Λόγου

Η έννοια του λόγου (discourse) χρησιμοποιείται σε ένα ευρύ πεδίο επιστημών (φιλοσοφία, ανθρωπολογία, κοινωνιολογία, κοινωνική ψυχολογία κλπ.) με ποικίλο περιεχόμενο. Από την οπτική της γλωσσολογίας, η ανάλυση λόγου αναφέρεται στη μελέτη της γλώσσας πέρα από τα όρια της πρότασης ή, διαφορετικά, στη μελέτη της γλωσσικής χρήσης.

Σε αυτό το πλαίσιο, το μάθημα στοχεύει στην παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο οργανώνονται κείμενα, προφορικά και γραπτά, καθώς και ο φυσικός καθημερινός μας λόγος. Ειδικότερα, εξετάζει τη σχέση προφορικού και γραπτού λόγου, τους μηχανισμούς συνοχής και συνεκτικότητας, τους δείκτες λόγου, την πληροφοριακή δομή, την οργάνωση της συνομιλίας και των κειμένων. Μετά από μια σύντομη αναφορά στις προσεγγίσεις που εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο της ανάλυσης λόγου (εθνογραφία της επικοινωνίας, διεπιδραστική γλωσσολογία, ανάλυση συνομιλίας), ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην Κριτική Ανάλυση Λόγου, για την οποία ο λόγος είναι μια μορφή κοινωνικής πρακτικής με συνέπειες στην αναπαραγωγή ή τον μετασχηματισμό σχέσεων εξουσίας. Τα παραδείγματα αντλούνται από διάφορα είδη θεσμικού λόγου, π.χ. πολιτικό λόγο, λόγο των μέσων μαζικής ενημέρωσης, λόγο σε νομικά, εκπαιδευτικά, ιατρικά πλαίσια κλπ. Τέλος, μελετάται ο έμφυλος λόγος, ο δίγλωσσος λόγος, ο παιδικός λόγος και ο λόγος των ηλικιωμένων, καθώς και ο λόγος σε διαπολιτισμικά πλαίσια.

Συνολικά, το μάθημα αποσκοπεί στην εξοικείωση των φοιτητριών/ών με πραγματικά δεδομένα, καθώς και με τις διαδικασίες συλλογής, μεταγραφής και ανάλυσής τους, αντανακλώντας μια μεθοδολογική στροφή σε εμπειρικά δεδομένα αλλά και μια διαφορετική αντίληψη για τη σχέση θεωρίας-δεδομένων.

Εαρινό Εξάμηνο

ΓΥΕ-21 Κοινωνιογλωσσολογικές Προσεγγίσεις

Αντικείμενο του μαθήματος είναι η πολυσχιδής σχέση γλώσσας και κοινωνίας, έτσι όπως αυτή αποτυπώνεται στις κλασικές κοινωνιογλωσσικές μελέτες της δεκαετίας του ’60 αλλά και σε πιο σύγχρονα επιστημολογικά παραδείγματα. Κάθε κοινωνιογλωσσική μελέτη, ανεξαρτήτως προέλευσης, εδράζεται στην αναγνώριση της ποικιλότητας, σύμφυτου χαρακτηριστικού της γλώσσας, η οποία εκδηλώνεται στον χρόνο, τον χώρο, ανάλογα με την κοινωνική τάξη και τις περιστάσεις επικοινωνίας.

Σημείο εκκίνησης του μαθήματος αποτελεί η εδραίωση του κλάδου της Κοινωνιογλωσσολογίας, ο οποίος θέτει σε αμφισβήτηση δύο κυρίαρχα αξιώματα της δομικής γλωσσολογίας, την αυτονομία και την ομοιογένεια του γλωσσικού συστήματος. Στην κλασική της εκδοχή η κοινωνιογλωσσολογία (γνωστή και ως κοινωνική διαλεκτολογία ή ποικιλική γλωσσολογία), με κύριο εισηγητή τον αμερικανό γλωσσολόγο William Labov, μελετά τη γλωσσική διαφοροποίηση ανάλογα με την κοινωνική δομή, θεμελιώνοντας τη βασική θέση ότι η γλωσσική διαστρωμάτωση παρακολουθεί την κοινωνική. Από την άλλη, τον αντίκτυπο της γλωσσικής ποικιλότητας στην κοινωνία εξετάζει η κοινωνιολογία της γλώσσας, που αναπτύσσεται σχεδόν παράλληλα με την κλασική κοινωνιογλωσσολογία και ασχολείται με ζητήματα πολυγλωσσίας, θεσμικής διγλωσσίας, γλωσσικών στάσεων, εναλλαγής κωδίκων, γλωσσικής πολιτικής κλπ. Κοινό στοιχείο και των δύο προσεγγίσεων αποτελεί η ανεξάρτητη αντιμετώπιση γλώσσας και κοινωνίας και η εφαρμογή ποσοτικών μεθόδων.

Μια περισσότερο δυναμική σχέση μεταξύ γλώσσας και κοινωνίας αναγνωρίζουν επιστημολογικά παραδείγματα, κατά βάση ποιοτικά προσανατολισμένα, τα οποία υποστηρίζουν τη συγκρότηση των κοινωνικών κατηγοριών μέσα στη γλωσσική διεπίδραση. Έτσι, τόσο στην εθνογραφία της επικοινωνίας όσο και στη διεπιδραστική κοινωνιογλωσσολογία αλλά και τη γλωσσολογική ανθρωπολογία, η ανάλυση της γλωσσικής διεπίδρασης μπορεί να φωτίσει και όψεις της κοινωνικής πραγματικότητας. Επίσης, η κριτική ανάλυση λόγου επισημαίνει τη διαλεκτική σχέση γλωσσικών και κοινωνικών πρακτικών δίνοντας έμφαση στον ρόλο της ιδεολογίας.

Συνολικά, το μάθημα αποσκοπεί στην ανάδειξη της κανονικότητας που διέπει τη γλωσσική χρήση, καθώς και στην εξοικείωση των φοιτητριών και των φοιτητών με την εμπειρική μεθοδολογία και, πιο συγκεκριμένα, με τη συλλογή και επεξεργασία δεδομένων φυσικού λόγου.